- ποίκιλσις
- ποίκιλσιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποικίλσεις — ποίκιλσις fem nom/voc pl (attic epic) ποίκιλσις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίκιλση — η / ποίκιλσις, ίλσεως, ΝΑ [ποικίλλω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ποικίλλω, η διακόσμηση με ποικίλματα, κεντήματα, το πλούμισμα αρχ. ποικίλη διαμόρφωση («νομίσαντα προς πάντα εἶναι χρησίμους τὰς τῶν ἀριθμῶν διανομὰς καὶ ποικίλσεις»,… … Dictionary of Greek
ՆԱՐՕՏԱՆԵՐԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0405 Chronological Sequence: Early classical գ. βαφή, βάψις, ποίκιλσις tinctio, tinctura, artificium variegandi. Արուեստ նարօտաներկաց. ներկելն զնարօտս. ... *Ի նարօտաներկութիւնս, յոստայնանկութիւնս, այլեւ յամենայն օրինակ արուեստից. Կանոն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)